θανατηγός

θανατηγός
θᾰνᾰτ-ηγός, όν,
A death-bringing, epith. of Hecate, PMag.Par.1.2865; f.l. for θάργηλος, Timocl.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θανατηγός — θανατηγός, όν (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτή που επιφέρει τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + ηγός (< αγός < άγω, με λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. πλο ηγός, στρατ ηγός] …   Dictionary of Greek

  • θανατηγόν — θανατηγός death bringing masc/fem acc sg θανατηγός death bringing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατηγέ — θανατηγός death bringing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”